-
1 θεμιστευω
1) вершить суд, судить(Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.)
2) управлять, повелевать(παίδων ἤδ΄ ἀλόχων Hom.)
3) ( о божестве) (воз)вещать4) давать оракул, прорицать(τινί Eur., Plut.)
1 θεμιστευω
(Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.)
(παίδων ἤδ΄ ἀλόχων Hom.)
(τινί Eur., Plut.)